- ὑγρόσαρκος
- ὑγρό-σαρκος, ον,A of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 ([comp] Comp.), Hp.Ep.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγρόσαρκος — η, ο / ὑγρόσαρκος, ον, ΝΑ αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σαρκος (< σαρξ, σαρ κός), πρβλ. παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
ὑγροσαρκότερα — ὑγρόσαρκος of flabby flesh neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροσάρκους — ὑγρόσαρκος of flabby flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρόσαρκοι — ὑγρόσαρκος of flabby flesh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek